- σουρτουκεύω
- [суртукэво] р. бродяжничать.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σουρτουκεύω — Ν [σουρτούκης] είμαι σουρτούκης … Dictionary of Greek
σουρτούκεμα — το, Ν [σουρτουκεύω] η άσκοπη περιπλάνηση στους δρόμους, αλητεία … Dictionary of Greek